Βγάζοντας την ερωμένη του από το αυτοκίνητο, ο Μπούτσιν την αποχαιρέτησε τρυφερά και κατευθύνθηκε στο σπίτι.

Στάθηκε για μια στιγμή μπροστά στην πολυκατοικία, ζυγίζοντας στο μυαλό του όλα όσα θα έλεγε στη σύζυγό του. Ανέβηκε τις σκάλες και ξεκλείδωσε την πόρτα.

– Γεια, – είπε ο Μπούτσιν. – Βέρα, είσαι σπίτι;

– Σπίτι, – απάντησε φλεγματικά η γυναίκα του. – Γεια. Τι λες, να αρχίσω να τηγανίζω σκαλοπίνια;

Ο Μπούτσιν είχε ορκιστεί στον εαυτό του να δράσει ευθέως – με σιγουριά, κοφτά, αντρίκια! Να βάλει τέλος στη διπλή του ζωή, όσο ακόμη ήταν ζωντανή στα χείλη του η γεύση από τα φιλιά της ερωμένης του, προτού τον ρουφήξει ξανά ο βάλτος της ρουτίνας.

– Βέρα, – καθάρισε τον λαιμό του ο Μπούτσιν. – Ήρθα να σου πω… ότι πρέπει να χωρίσουμε.

Η Βέρα δέχτηκε την είδηση με απόλυτη ηρεμία. Τη Βέρα Μπούτσιν δύσκολα την έβγαζες από τα ρούχα της. Ο Μπούτσιν τη φώναζε παλιά «Βέρα η Ψυχρή», για πλάκα.

– Δηλαδή; – ρώτησε η Βέρα από την πόρτα της κουζίνας. – Να μην τηγανίσω τα σκαλοπίνια;

– Όπως νομίζεις, – είπε ο Μπούτσιν. – Αν θέλεις, τηγάνισε. Αν όχι, άσ’ τα. Εγώ φεύγω για μια άλλη γυναίκα.

Μετά από τέτοια δήλωση, οι περισσότερες γυναίκες θα του ορμούσαν με το τηγάνι ή θα του έκαναν σκηνή. Αλλά η Βέρα δεν ανήκε σε αυτό το πλήθος.

– Σιγά τα αυγά, – είπε. – Μου έφερες τις μπότες μου από το τσαγκάρικο;

– Όχι, – μπερδεύτηκε ο Μπούτσιν. – Αν είναι τόσο σημαντικό, θα πάω τώρα αμέσως να τις πάρω!

– Ε, εσύ είσαι έτσι, Μπούτσιν, – μουρμούρισε η Βέρα. – Πες του χαζού να φέρει μπότες και θα φέρει τις παλιές.

Ο Μπούτσιν θίχτηκε. Άρχισε να νιώθει πως το δραματικό του αντίο δεν πήγαινε όπως το είχε φανταστεί. Έλειπαν τα συναισθήματα, τα πάθη, οι κατηγορίες! Αλλά τι να περιμένεις από μια γυναίκα σαν την «Ψυχρή Βέρα»;

– Νομίζω, Βέρα, ότι δεν με ακούς! – είπε ο Μπούτσιν. – Εγώ σου ανακοινώνω επίσημα ότι φεύγω, ότι σε αφήνω για μια άλλη γυναίκα, κι εσύ μιλάς για μπότες!

– Σωστά, – είπε η Βέρα. – Εσύ μπορείς να φύγεις όπου θέλεις. Οι μπότες σου δεν είναι στο τσαγκάρικο. Γιατί να μην περπατήσεις;

Έζησαν μαζί χρόνια, αλλά ο Μπούτσιν ποτέ δεν κατάλαβε πότε η γυναίκα του έκανε ειρωνεία και πότε μιλούσε σοβαρά. Την είχε ερωτευτεί ακριβώς επειδή ήταν ήρεμη, μη συγκρουσιακή και λακωνική. Συν τα υπόλοιπα: νοικοκυρά με σώμα σφριγηλό και όμορφο.

Η Βέρα ήταν αξιόπιστη, πιστή και ψύχραιμη – σαν άγκυρα τριάντα τόνων. Αλλά τώρα ο Μπούτσιν αγαπούσε άλλη. Την αγαπούσε με πάθος, αμαρτωλά, γλυκά! Έπρεπε, λοιπόν, να βάλει τελεία και να ξεκινήσει καινούρια ζωή.

– Λοιπόν, Βέρα, – είπε με μια δόση επισημότητας, θλίψης και λύπης. – Σου είμαι ευγνώμων για όλα, αλλά φεύγω, γιατί αγαπώ άλλη γυναίκα. Εσένα δεν σε αγαπώ πια.

– Να τρελαθώ δηλαδή, – είπε η Βέρα. – Δεν μ’ αγαπάει, το ημίπαπουτσο το σαλταρισμένο! Η μάνα μου, ας πούμε, αγαπούσε τον γείτονα. Ο πατέρας μου αγαπούσε το ντόμινο και τη βότκα. Και τι έγινε; Κοίτα πόσο υπέροχη βγήκα εγώ στο τέλος.

Ο Μπούτσιν ήξερε ότι είναι δύσκολο να τσακωθείς με τη Βέρα. Κάθε της λέξη – βαριά σαν σίδερο. Ο αρχικός του ενθουσιασμός εξαφανίστηκε, δεν είχε πια όρεξη για καβγά.

– Βερούλα, είσαι πράγματι υπέροχη, – είπε άτονα ο Μπούτσιν. – Αλλά εγώ αγαπώ άλλη. Με πάθος, αμαρτωλά, γλυκά. Και σκοπεύω να φύγω για να ζήσω μαζί της, καταλαβαίνεις;

– Άλλη – ποια δηλαδή; – ρώτησε η γυναίκα. – Τη Νατάσα την Κραπίβινα, μήπως;

Ο Μπούτσιν έκανε πίσω. Πράγματι, πριν έναν χρόνο είχε σχέση με την Κραπίβινα, αλλά δεν ήξερε ότι η Βέρα τη γνώριζε!

– Πώς τη…; – ξεκίνησε να λέει και σταμάτησε. – Τέλος πάντων, όχι, δεν μιλάω για την Κραπίβινα.

Η Βέρα χασμουρήθηκε.

– Τότε ίσως τη Σβετλάνα Μπουρμπούλσκαγια; Αυτήν είχες βάλει στο μάτι;

Ο Μπούτσιν ένιωσε την πλάτη του να παγώνει. Η Μπουρμπούλσκαγια ήταν κι αυτή ερωμένη του, αλλά στο παρελθόν. Κι αν η Βέρα ήξερε, γιατί δεν είχε μιλήσει ποτέ; Α, ναι, αυτή είναι βράχος – δεν της παίρνεις λέξη.

– Δεν μάντεψες σωστά, – είπε ο Μπούτσιν. – Ούτε η Μπουρμπούλσκαγια, ούτε η Κραπίβινα. Είναι μια άλλη, υπέροχη γυναίκα, το αποκορύφωμα των ονείρων μου. Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτήν και θα φύγω. Μην προσπαθήσεις να με μεταπείσεις!

– Άρα, μάλλον, είναι η Μάγια, – είπε η Βέρα. – Αχ, Μπούτσιν Μπούτσιν… σπασμένο οργανικό σύστημα είσαι. Μεγάλο μυστικό κι αυτό – η κορωνίδα των ονείρων σου είναι η Μάγια Βαλεντίνοβνα Γκουσιάεβα. Τριάντα πέντε χρονών, ένα παιδί, δύο εκτρώσεις… σωστά;

Ο Μπούτσιν έπιασε το κεφάλι του. Κατευθείαν στο κέντρο! Πράγματι, διατηρούσε σχέση με τη Μάγια Γκουσιάεβα.

– Μα πώς; – ψέλλισε ο Μπούτσιν. – Ποιος μας κάρφωσε; Με παρακολουθούσες;

— Απλό πράγμα, Μπούτσιν, — είπε η Βέρα. — Αγαπητέ μου, είμαι γυναικολόγος με εμπειρία. Έχω εξετάσει όλες τις γυναίκες αυτής της κατάρας της πόλης, ενώ εσύ έχεις δει μόνο ένα μικρό μέρος τους. Αρκεί να κοιτάξω εκεί που πρέπει για να καταλάβω ότι ήσουν εκεί, γελοίε ξεφτέρι!

Ο Μπούτσιν μαζεύτηκε.
— Ας πούμε ότι μάντεψες σωστά! — είπε αποφασιστικά. — Ας είναι η Γκουσεΐβα. Αυτό δεν αλλάζει τίποτα, φεύγω για εκείνη.

— Είσαι ανόητος, Μπούτσιν, — είπε η Βέρα. — Τουλάχιστον θα μπορούσες από περιέργεια να με ρωτήσεις! Παρεμπιπτόντως, δεν υπάρχει τίποτα το ξεχωριστό στη Γκουσεΐβα — ίδια με όλες τις άλλες, το λέω εγώ ως γιατρός. Έχεις δει το ιατρικό ιστορικό της κορυφής των ονείρων σου;

— Ό-όχι… — παραδέχτηκε ο Μπούτσιν.

— Ακριβώς! Πρώτον, πήγαινε αμέσως να κάνεις ντους. Δεύτερον, αύριο θα καλέσω τον Σεμιόνιτς να σε δεχτεί στο ιατρείο χωρίς ουρά, — είπε η Βέρα. — Και μετά θα μιλήσουμε. Τι ντροπή — ο σύζυγος μιας γυναικολόγου δεν μπορεί να βρει μια υγιή γυναίκα!

— Τι να κάνω λοιπόν; — είπε ο Μπούτσιν με παράπονο.

— Πάω να τηγανίσω τα εσκαλόπ, — είπε η Βέρα. — Εσύ κάνε ντους και κάνε ό,τι θέλεις. Αν χρειάζεσαι κορυφή ονείρων χωρίς ασθένειες — έλα σε μένα, θα σου προτείνω…

Rating
( 1 assessment, average 3 from 5 )
Like this post? Please share to your friends:
NICE STORY