Φωτιά στον καθρέφτη
Η έκρηξη ενός υπερκαινοφανούς σε απόσταση δισεκατομμυρίων ετών φωτός από τη Γη δεν μπορεί να συγκριθεί με το πώς καταρρέει η αγάπη όταν αποκαλύπτεται η αλήθεια.
— Ξέρω ότι με απατάς — η φωνή του Αλέξη έτρεμε από θυμό, αλλά τα μάτια του έκρυβαν αβεβαιότητα.
Η Κατερίνα δεν απάντησε αμέσως. Στάθηκε στο παράθυρο, κοιτώντας την βραδινή πόλη όπου τα φώτα άναβαν το ένα μετά το άλλο, σαν να μιμούνταν τη φωτιά μέσα της. Σιγά-σιγά γύρισε προς το μέρος του, τσέκαρε μια τούφα από τα μαλλιά της που έπεφτε στον ώμο της και τον κοίταξε με παγερή διαύγεια.
— Θυμάσαι πώς εσύ ο ίδιος κατέστρεψες εμάς; — τα λόγια της ήταν κοφτερά σαν θραύσματα γυαλιού.
Η ερώτηση αυτή αιωρήθηκε στον αέρα, βαριά σαν τη σιωπή πριν την καταιγίδα. Ο Αλέξης πάγωσε, δεν περίμενε ότι η κατηγορία του θα γύριζε εναντίον του.
Ήταν μαζί δεκαπέντε χρόνια. Ο Αλέξης και η Κατερίνα — ένα ζευγάρι που όλοι θεωρούσαν τέλειο. Δύο παιδιά, ένα ζεστό σπίτι στα προάστια της πόλης, διακοπές στη θάλασσα κάθε καλοκαίρι. Η ζωή τους φαινόταν να είναι τέλεια σχεδιασμένη σαν σενάριο καλής ταινίας: δουλειά, σχολικές συνελεύσεις, οικογενειακά δείπνα.
Κάποτε η αγάπη τους έλαμπε φωτεινά. Στα είκοσι του, ο Αλέξης δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από την Κατερίνα. Ήταν για αυτόν τα πάντα — η μούσα του, το όνειρό του, το νόημα της ζωής του. Λουλούδια χωρίς αφορμή, μακρινοί έρωτες, να περιμένει κάτω από τη σχολή στη βροχή. Ο γάμος, η γέννηση της κόρης τους, μετά του γιου — αυτά ήταν κεφάλαια της κοινής τους ιστορίας γεμάτης ευτυχία.
Αλλά τα χρόνια σβήνουν τα χρώματα ακόμα και από τις πιο δυνατές εικόνες. Ο Αλέξης βυθίστηκε στην καριέρα του. Στα τριάντα επτά του έγινε διευθυντής ανάπτυξης σε εταιρεία πληροφορικής.
— Το κάνω για εμάς, για την οικογένεια — έλεγε, επιστρέφοντας σπίτι μετά τα μεσάνυχτα.
Αλλά η αλήθεια ήταν πως απομακρυνόταν όλο και πιο πολύ από την Κατερίνα. Τα ταξίδια, οι συναντήσεις, τα ατέλειωτα τηλεφωνήματα. Επέστρεφε εξαντλημένος και στο σπίτι τον περίμενε μόνο η καθημερινή ρουτίνα: τα μαθήματα των παιδιών, το πλύσιμο, το δείπνο. Η Κατερίνα κρατούσε τα πάντα στους ώμους της — το σπίτι, τα παιδιά, τη δουλειά. Αλλά για τον Αλέξη είχε πάψει να είναι γυναίκα. Είχε γίνει το φόντο, όπως τα έπιπλα στο σαλόνι.
Και τότε εμφανίστηκε η Βερονίκη. Νέα, τολμηρή, με λάμψη στα μάτια. Δούλευε στην ομάδα του, πάντα με περιποιημένα νύχια και ελαφρύ χαμόγελο. Ο θαυμασμός της τροφοδοτούσε το εγώ του. Αρχικά αθώες συζητήσεις στον καφέ, μετά μηνύματα αργά το βράδυ, και τέλος κρυφά δείπνα και νύχτες σε ξενοδοχεία με την πρόφαση «επαγγελματικά ταξίδια».
— Δεν σημαίνει τίποτα — προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του. — Η Κατερίνα δεν θα μάθει, και δεν θέλω να καταστρέψω την οικογένεια.
Η Βερονίκη ήταν για αυτόν σαν φρέσκος αέρας. Με αυτήν ένιωθε ζωντανός, δυνατός, ελεύθερος. Με την Κατερίνα όλα ήταν απλά καθημερινότητα. Άρχισε να ενοχλείται:
— Γιατί έχεις σταματήσει να φροντίζεις τον εαυτό σου; Γιατί το σπίτι είναι πάντα ακατάστατο;
Η Κατερίνα προσπαθούσε να εξηγήσει:
— Πνίγομαι στις υποχρεώσεις, Αλέξη — τα παιδιά, η δουλειά, το σπίτι — όλα σε μένα. Εσύ είσαι εκεί κάπου, κι εγώ εδώ μόνη.
Αλλά τα λόγια της χάνονταν στην αδιαφορία του. Ζούσε σε δύο κόσμους, σίγουρος πως τα είχε όλα υπό έλεγχο.
Η Κατερίνα ανακάλυψε την απιστία τυχαία. Το μήνυμα στην οθόνη του τηλεφώνου του, όταν έφυγε από το δωμάτιο. Δεν έκανε σκηνές, δεν φώναξε. Απλώς σιώπησε, κοιτώντας πώς προσποιούνταν τον τέλειο σύζυγο. Μέσα της κάτι έσπασε. Ο Αλέξης που αγαπούσε έγινε ξένος — βυθισμένος στο ψέμα που τώρα τον γέμιζε.
Περίμενε να παραδεχτεί μόνος του, αλλά αυτός σιώπησε. Τότε άρχισε να αλλάζει. Όχι για εκείνον — για τον εαυτό της. Καινούρια ρούχα, γυμναστήριο, συναντήσεις με φίλες. Ξανά έμαθε να γελάει. Τα μάτια της φλόγιζαν, αλλά ο Αλέξης δεν το πρόσεχε. Ήταν πολύ απασχολημένος με τη Βερονίκη.
Πέρασε ένας χρόνος. Το πάθος για τη Βερονίκη έσβησε — όλα έγιναν προβλέψιμα, βαρετά. Ο Αλέξης αποφάσισε να «επιστρέψει» στη γυναίκα του. Παρατήρησε πώς άλλαξε η Κατερίνα: κομψά φορέματα, απαλό μακιγιάζ, σίγουρο βήμα.
«Κάνει προσπάθεια για μένα» — σκέφτηκε, νιώθοντας νικητής.
Μια βραδιά, όταν η Κατερίνα άφησε το τηλέφωνό της στο τραπέζι, είδε ένα μήνυμα: «Σε περιμένω στο καφέ. Όπως πάντα στις επτά». Αποστολέας — «Μάξ».
Ο θυμός τον κατέλαβε. Έτρεξε στο υπνοδωμάτιο:
— Ποιος είναι αυτός, Κατερίνα; Με ποιον μιλάς;
Την κοίταξε με ελαφρύ χαμόγελο:
— Θέλεις να μάθεις; Ξεκίνα από εσένα. Πες μου για τη Βερονίκη.
Ο Αλέξης έμεινε άφωνος. Περίμενε να δικαιολογηθεί, κι εκείνη τον κοιτούσε με πρόκληση.
— Εσύ με απατάς; — ψέλλισε.
— Και θυμάσαι πώς εσύ ο ίδιος μας κατέστρεψες; — απάντησε ήρεμα, αλλά κάθε λέξη ήταν χτύπημα.
Δεν ήξερε τι να πει. Ο κόσμος του αναποδογύρισε. Ήθελε να είναι αυτός που θα ομολογήσει και θα ζητήσει συγγνώμη. Τώρα ένιωθε παγιδευμένος.
Η Κατερίνα πήγε σε άλλο δωμάτιο, αφήνοντάς τον μόνο. Για πρώτη φορά κατάλαβε πόσο είχε κάνει λάθος. Τα ψέματα, η απιστία, η αδιαφορία του — δεν ήταν λάθη. Ήταν επιλογές που κατέστρεψαν τον κόσμο τους.
Το βράδυ κάθισαν να μιλήσουν.
— Έχεις κάποιον άλλον; — ρώτησε, φοβούμενος την απάντηση.
— Ναι — απάντησε ήρεμα. — Ο Μάξ. Βλέπει σε μένα μια γυναίκα, όχι μόνο μια νοικοκυρά. Ακούει, στηρίζει, δεν λέει ψέματα.
— Είναι εκδίκηση; — σφιγγοντας τις γροθιές.
— Όχι, Αλέξη. Είναι ζωή. Εσύ διάλεξες το δικό σου, εγώ το δικό μου. Δεν εκδικούμαι. Απλώς θέλω να είμαι ευτυχισμένη.
Τον κοίταξε και κατάλαβε ότι τον είχε χάσει για πάντα. Ήταν δίπλα της, αλλά δεν ήταν πια δικός της.
Πέρασαν οκτώ μήνες. Το διαζύγιο έγινε ήρεμα, χωρίς καβγάδες. Τα παιδιά έμειναν με την Κατερίνα, αλλά ο Αλέξης τα έβλεπε τα σαββατοκύριακα. Κάθε φορά που τα έπαιρνε, έβλεπε πώς η Κατερίνα ακτινοβολούσε. Είχε βρει τον εαυτό της — καινούρια, δυνατή, ελεύθερη. Ο Μάξ ήταν κοντά και φαινόταν πως ήταν ευτυχισμένη μαζί του.
Ο Αλέξης έμεινε μόνος. Προσπάθησε να ξεχάσει με νέες γνωριμίες, αλλά όλα ήταν κενά. Τα βράδια κοιτούσε παλιές συνομιλίες, θυμόταν τα λόγια της: «Και θυμάσαι πώς εσύ ο ίδιος μας κατέστρεψες;»
Μια μέρα, καθισμένος στο άδειο διαμέρισμα, βρήκε μια παλιά φωτογραφία — αυτόν και την Κατερίνα στη θάλασσα, νέοι και ερωτευμένοι. Κοίταξε το χαμόγελό της και για πρώτη φορά έκλαψε. Όχι από οίκτο για τον εαυτό του, αλλά γιατί κατάλαβε πως όλα θα μπορούσαν να ήταν διαφορετικά.
Αλλά ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω αυτά που χάθηκαν. Η Κατερίνα προχώρησε, προς μια καινούρια ζωή. Και εκείνος έμεινε στην άκρη, κρατώντας στα χέρια του τα σπασμένα κομμάτια αυτών που ο ίδιος κατέστρεψε.
Και κάπου βαθιά μέσα του ήξερε: εκείνη δεν απλώς έφυγε. Απογειώθηκε, σαν πουλί που απελευθερώθηκε από το κλουβί που ο ίδιος της έχτισε.