— Είσαι η γυναίκα μου, άρα πρέπει να συμπεριφέρεσαι και να με φροντίζεις όπως η μητέρα μου! Και αυτό δεν σηκώνει άλλη συζήτηση! Κατάλαβες;
— Τι είναι αυτό; — ρώτησε ο Πάνος, παγώνοντας στην πόρτα της κουζίνας, κοιτάζοντας το πιάτο που μόλις είχε σερβίρει η Μαρία.
— Μακαρόνια με κιμά — απάντησε η Μαρία, σκουπίζοντας τα χέρια της με την πετσέτα. — Έβαλα και βασιλικό, όπως σου αρέσει.
Ο Πάνος άφησε αργά τη χαρτοφύλακά του στην καρέκλα και πλησίασε στο τραπέζι. Το πρόσωπό του άρχισε να κοκκινίζει σιγά σιγά.
— Ζήτησα γεμιστά λάχανα — είπε έντονα, σπρώχνοντας το πιάτο στην άκρη. — Το είπα ξεκάθαρα το πρωί: «Φτιάξε τα όπως τα έκανε η μάνα μου.» Το ξέχασες;
Η Μαρία αναστέναξε και κάθισε στην άκρη της καρέκλας. Η δωδεκάωρη βάρδια στο σούπερ μάρκετ της είχε αφήσει πόνο στη μέση και τα πόδια της πονούσαν.
— Δεν το ξέχασα, Πάνο. Απλώς δεν είχα χρόνο. Τα γεμιστά λάχανα θέλουν τουλάχιστον δύο ώρες. Κι εγώ γύρισα μόλις μία ώρα πριν από τη δουλειά.
— Και λοιπόν; — είπε ο Πάνος σταυρώνοντας τα χέρια του. — Η μάνα μου δούλευε κι εκείνη, αλλά πάντα μαγείρευε σωστά. Εσύ τι κάνεις; Ούτε ένα γεμιστό λάχανο δεν μπορείς να φτιάξεις; Είναι το πιο απλό φαγητό! Όλες οι γυναίκες ξέρουν να το κάνουν!
— Η μάνα σου δούλευε μισή μέρα στη βιβλιοθήκη, δεν στεκόταν όρθια δώδεκα ώρες στο ταμείο — η Μαρία έτριψε τους κροτάφους της. — Και τα μακαρόνια είναι κανονικό φαγητό. Προσπάθησα, Πάνο.
Ο Πάνος φύσηξε περιφρονητικά και γύρισε αλλού. Σάρωσε με το βλέμμα του την κουζίνα. Το βλέμμα του στάθηκε στο άπλυτο τηγάνι στον νεροχύτη και στα ψίχουλα στον πάγκο.
— Και γιατί είναι χάλια το σπίτι; — έδειξε προς το σαλόνι, όπου ακόμα υπήρχαν άδεια μπουκάλια και πιάτα με πατατάκια από το προηγούμενο βράδυ, όταν είχαν έρθει οι φίλοι του. — Νόμιζα ότι τουλάχιστον καθαρίζεις, αφού ούτε να μαγειρέψεις δεν θες σωστά.
— Ότι δεν θέλω; — σήκωσε το φρύδι της η Μαρία. — Πάνο, απλώς δεν προλαβαίνω τα πάντα. Ξυπνάω στις έξι το πρωί, γυρίζω στις οκτώ το βράδυ. Δεν έχω τη δύναμη να τα κάνω όλα: να μαγειρεύω, να καθαρίζω και να μαζεύω πίσω από σένα και τους φίλους σου.
— Πίσω από μένα και τους φίλους μου; — η φωνή του Πάνου ανέβηκε. — Αυτό είναι το σπίτι μου, και φέρνω όποιον θέλω! Δική σου υποχρέωση είναι να είναι καθαρό!
Η Μαρία πήρε βαθιά ανάσα, προσπαθώντας να κρατήσει την ψυχραιμία της.
— Είναι το ΔΙΚΟ ΜΑΣ σπίτι, Πάνο. Και έχω κι εγώ δικαίωμα να ξεκουράζομαι μετά τη δουλειά. Δεν έχω πρόβλημα με τους φίλους σου, αλλά γιατί πρέπει εγώ να καθαρίζω πίσω από ενήλικους άντρες;
— Επειδή είσαι η γυναίκα μου! — χτύπησε το τραπέζι ο Πάνος, και τα μαχαιροπήρουνα αναπηδήσανε. — Η μάνα μου ποτέ δεν παραπονιόταν όταν ο πατέρας μου έφερνε τους φίλους του. Πάντα τους μαγείρευε, πάντα καθάριζε. Και δεν μουρμούραγε!
Η Μαρία σηκώθηκε αθόρυβα, πήγε στην κουζίνα, έκλεισε το βραστήρα που σφύριζε και επέστρεψε με ήρεμο, αλλά σταθερό βλέμμα.
— Δεν είμαι η μάνα σου, Πάνο. Ούτε θέλω να γίνω. Είμαι η γυναίκα σου. Η σύντροφός σου. Όχι η υπηρέτριά σου.
Ο Πάνος πάγωσε, σαν να τον είχαν ρίξει σε παγωμένο νερό. Κοίταξε τη Μαρία λες και την έβλεπε πρώτη φορά — όχι σαν μια «οικιακή συσκευή», αλλά σαν άνθρωπο, κουρασμένο μεν, αλλά όρθιο μπροστά του.
— Γυναίκα… σύντροφος… — επανέλαβε αργά, σαν να γευόταν αυτές τις λέξεις.
— Ναι, σύντροφος — είπε αποφασιστικά η Μαρία. — Και οι δυο μας δουλεύουμε. Και οι δυο κουραζόμαστε. Και αν θέλεις να υπάρχει φαγητό και καθαριότητα, θα συμμετέχεις κι εσύ. Όχι μόνο να δίνεις διαταγές και να με συγκρίνεις με τη μάνα σου.
Ο Πάνος έπλεξε τα δάχτυλά του και κάθισε. Το βλέμμα του σκοτείνιασε.
— Δεν ήθελα να σε πληγώσω — είπε χαμηλόφωνα. — Απλώς… πάντα νόμιζα πως νοιάζεσαι όταν η γυναίκα κρατά το σπίτι, όπως η μάνα μου. Πάντα μύριζε γλυκά, πάντα όλα ήταν καθαρά…
— Σκέφτηκες ποτέ ότι ίσως δεν είχε επιλογή; Ότι ίσως αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να επιβιώσει; — η Μαρία κάθισε απέναντί του, η φωνή της είχε ηρεμήσει. — Εμείς, όμως, έχουμε επιλογές, Πάνο. Μπορούμε να είμαστε ευτυχισμένοι, αν σεβόμαστε ο ένας τον άλλον. Όχι σαν αφεντικό και υπάλληλος. Όχι σαν «νοικοκυρά» και «κυρία», αλλά σαν ίσοι σύντροφοι.
Σιωπή απλώθηκε. Ο βραστήρας ξανασφύριξε απαλά στη φωτιά.
— Ίσως… μπορούμε να μαγειρεύουμε μαζί — είπε διστακτικά ο Πάνος. — Τουλάχιστον τα Σαββατοκύριακα. Δεν ξέρω να φτιάχνω γεμιστά λάχανα, αλλά μπορώ να δοκιμάσω. Ή κάτι άλλο. Σου αρέσει εκείνο το φαγητό με την κολοκύθα, έτσι δεν είναι;
Η Μαρία χαμογέλασε — για πρώτη φορά εκείνο το βράδυ. Η κούραση δεν είχε φύγει τελείως, αλλά ένιωθε λίγο πιο ελαφριά.
— Ευχαριστώ, Πάνο. Από εκεί ξεκινάει η αληθινή συντροφικότητα. Από τη θέληση να καταλάβουμε ο ένας τον άλλον.
Ο Πάνος σηκώθηκε, πλησίασε και την αγκάλιασε. Λίγο αδέξια, λίγο σφιγμένα, αλλά με ειλικρίνεια. Η Μαρία ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του. Και μέσα σε αυτή τη σιωπή, και οι δύο κατάλαβαν: αν μιλήσουν αληθινά, μπορούν να ξαναγράψουν ακόμα και τους πιο παλιούς ρόλους.