«Η ιστορία για το πώς μια θρασύτατη μητέρα του άντρα αποφάσισε με τη βία να πάρει πίσω «το αγόρι της» και έπεσε πάνω σε σκληρή αντίσταση»

«Όταν η πεθερά μπαίνει σε ξένη οικογένεια σαν τανκ και τρώει τα μούτρα της από τη νύφη»
— Η μαμά μου ήθελε να σου μιλήσει για κάτι, Μαρίνα! – είπε ο Βιτάλια στη γυναίκα του, πριν κοιμηθούν.
— Ναι; Για τι πράγμα; – ξαφνιάστηκε η σύζυγος. – Συνήθως η μαμά σου δεν θέλει καν να με βλέπει! Και αν με βλέπει, με κοιτάει σαν να μου κάνει λοβοτομή με το βλέμμα! Και τώρα θέλει να μιλήσει…
— Δεν ξέρω ακριβώς! Κάτι για τις οικιακές συσκευές, νομίζω! Ήθελε να συμβουλευτεί μαζί σου! – απάντησε ο Βιτάλια. – Ή ίσως και όχι! Δεν την ακούω πολύ τελευταία, γιατί όλη την ώρα κάτι ζητάει! Έχω ήδη έτοιμες απαντήσεις-πρότυπα γι’ αυτήν, για να ξεκολλήσει πιο γρήγορα!
— Έξυπνο! – χαμογέλασε η Μαρίνα. – Και από μένα τι χρειάζεται; Αυτό το σημείο θα μπορούσε να το ακούσει, για να μου πει τουλάχιστον κάτι!
— Συγγνώμη! Μου το είπε ακριβώς τη στιγμή που ήμουν στο ασανσέρ, και ξέρεις πώς είναι η σύνδεση εκεί! Της είπα ότι θα μπω στο ασανσέρ και θα χαθεί η σύνδεση, αλλά δεν την ένοιαζε, μιλούσε ασταμάτητα! Και όταν της ζήτησα να επαναλάβει…
— Ξέρω αυτή τη συνήθειά της, δεν χρειάζεται να μου πεις! – αναστέναξε βαριά η Μαρίνα.
— Λοιπόν, θα πας να της μιλήσεις;
— Όχι, φυσικά! – ξαφνιάστηκε η σύζυγος.
— Και γιατί όχι;
— Γιατί δεν χρειάζεται σε μένα, Βιτάλια! Αυτή θέλει! Τη στιγμή που σου τηλεφωνεί για να μου πει ότι θέλει να μιλήσει μαζί μου, εγώ πρέπει σαν υπάκουη νύφη να τρέξω στο σπίτι της; Το φαντάζεσαι; Ή μήπως έτσι το φαντάζεται εκείνη;
— Ε, δεν το είχα σκεφτεί! – χαμογέλασε αμήχανα ο Βιτάλια. – Λοιπόν, πάρε την τηλέφωνο όταν έχεις χρόνο!
— Και πάλι όχι! – είπε η γυναίκα.
— Και με αυτό τι δεν πάει καλά;
— Δεν πρόκειται να πάω να τη δω ούτε να την πάρω τηλέφωνο! Δεν χρειάζεται σε μένα, αλλά σε εκείνη! Ας τηλεφωνήσει ή ας έρθει αυτή σε εμάς! Αλλά καλύτερα να τηλεφωνήσει, γιατί δεν θέλω να δω τη μητέρα σου στο σπίτι μας!
— Δεν περίμενα κάτι διαφορετικό από σένα, για να είμαι ειλικρινής!
— Σωστά! Ας μάθει πρώτα να με σέβεται έστω λίγο, για να μπορώ κι εγώ να τη σέβομαι! Όχι όπως πριν: εγώ με ανοιχτή καρδιά και εκείνη μόνο να μου φωνάζει σαν φίδι!
— Εντάξει! Θα της πω να σε πάρει αυτή τηλέφωνο! – κατάλαβε ο Βιτάλια ότι η πικρία της Μαρίνας για τη μητέρα του δεν είχε περάσει.
Άρχισε να υποχωρεί, φυσικά, αλλά μέχρι να ξεχαστεί εντελώς, ακόμα πολύ μακριά.
— Τι θα γινόταν αν συναντιόσασταν σε κάποιο ουδέτερο μέρος; – πρότεινε ξαφνικά ο Βιτάλια, όταν η Μαρίνα νόμισε ότι το θέμα είχε τελειώσει.
— Σου λέω, ας με πάρει αυτή τηλέφωνο και μετά θα δούμε! Θα συναντηθούμε ή όχι! Ποτέ δεν ξέρεις! Η μαμά σου μπορεί να αρχίσει να συμπεριφέρεται αγενώς ακόμα και σε δημόσιο χώρο! Δεν το ξέρεις;
— Το ξέρω, απλώς σκέφτομαι τρόπους να σας φέρω κοντά! Έχω βαρεθεί να ζω ανάμεσά σας σαν σφυρί και αμόνι! Εκείνη μου λέει ότι δεν της αρέσεις, εσύ μου λες ότι δεν θέλεις να τη βλέπεις! Δεν είναι δύσκολο, απλά να συμπεριφέρεσαι ευγενικά! Εγώ έτσι συμπεριφέρομαι στους δικούς σου και όλα καλά!
— Αν συμπεριφερόσουν αλλιώς, δεν θα σε άφηνα να ζήσεις ήσυχα! Αυτοί σου έδωσαν το αυτοκίνητο και σε βοήθησαν στη δουλειά, όπου πληρώνεσαι πολύ καλύτερα! Και οι γονείς μου σε σέβονται, όχι όπως η δική σου μητέρα με μένα!
— Γι’ αυτό λέω, δεν είναι δύσκολο! Αλλά εσείς…
— Τι εννοείς; Από την αρχή ήμουν καλή μαζί της, Βιτάλια! Μην ρίχνεις όλα τα βάρη πάνω μου! Εγώ κράτησα μέχρι τέλους, μέχρι που άρχισε εκείνη να με προσβάλει θρασύτατα!
— Το κατάλαβα, το κατάλαβα! Μην φωνάζεις!
— Και εσύ, λοιπόν, μην λες ανοησίες! – τελείωσε η Μαρίνα τη δυσάρεστη συνομιλία με τον άντρα της.
Την επόμενη μέρα ο Βιτάλια με δυσκολία άφησε τη μητέρα του να τηλεφωνήσει στη Μαρίνα, αν ήθελε να της πει κάτι.
Στην απάντηση, η Ταμάρα Στεπάνοβνα είπε:
— Η γυναίκα σου δεν έχει μπερδέψει τα όρια; Να της τηλεφωνήσω εγώ; Τι σημαίνει αυτό; Πιστεύει ότι επειδή παντρεύτηκε εσένα είναι ανώτερη από μένα;!
— Όχι, μαμά! Απλώς…
— Απλώς τι; Και δεν πρέπει να την καλύπτεις; Μην συμπεριφέρεσαι σαν τον μπαμπά σου που τον έλεγχαν! Κι εσύ το ίδιο έκανες μαζί μου! Εκείνος βρήκε άλλη και έφυγε, εσύ παντρεύτηκες!

— Δεν υποψιάζεσαι, μαμά, ότι κάποτε θα μπορούσα να το κάνω κι εγώ όταν ήμουν μικρός; Δεν το σκέφτηκες; Νομίζεις ότι θα έμενα για πάντα στο σπίτι μαζί σου;
— Κάνε όσες οικογένειες θέλεις, αλλά γιατί έφυγες από μένα; – διαμαρτυρήθηκε η Ταμάρα Στεπάνοβνα.
— Ακούς τι λες, μαμά; Ποια οικογένεια θα έμενε μαζί σου; Κάθε γυναίκα θα έφευγε, ακόμα και η πιο υπομονετική!
— Άρα, είμαι κακή μητέρα, ε;
— Όχι, μητέρα είσαι καλή! Αλλά η πεθερά…
— Το κατάλαβα! Αυτή η κοπέλα σε στρέψει εναντίον μου! Ενάντια στη φυσική σου μητέρα! – διέκοψε η Ταμάρα Στεπάνοβνα τον Βιτάλια.
– Δεν πειράζει… Θα τα διορθώσω όλα! – είπε λίγο πιο χαμηλόφωνα, αλλά ο τρόπος που το είπε προκάλεσε ρίγη σε όλο το σώμα του γιου της, και όχι ευχάριστα.
— Τι σκαρφίζεσαι εκεί, μαμά; – ρώτησε προσεκτικά εκείνος.
— Τίποτα-τίποτα! Απλώς θέλω να μιλήσω με τη γυναίκα σου! Ήθελα ήδη να μιλήσω μαζί της, οπότε… δύο πουλιά με μία πέτρα, όπως λένε…
Τη στιγμή εκείνη, στο γραφείο του Βιτάλια μπήκε ο προϊστάμενός του. Χαιρέτησε γρήγορα τη μητέρα του, είπε ότι θα ξανακαλέσει αργότερα για να ολοκληρώσει τη συζήτηση και έκλεισε.
Αλλά η Ταμάρα Στεπάνοβνα αποφάσισε να μην κάθεται με σταυρωμένα χέρια, να μην περιμένει το τηλεφώνημα του γιου της, αλλά να πάει αμέσως στη νύφη της για να μιλήσει μαζί της και ταυτόχρονα να βάλει στη θέση της αυτή την αλαζονική κοπέλα, που θεωρεί ότι είναι πάνω από τη πεθερά της, τη μητέρα του άντρα της.
Η Ταμάρα Στεπάνοβνα δεν ήξερε αν η νύφη της δούλευε εκείνη την ημέρα ή αν ήταν σε ρεπό, αλλά αποφάσισε να πάει κατευθείαν στο σπίτι της για να της πει όλα όσα η πεθερά σκεφτόταν για εκείνη· το τηλέφωνο δεν φαινόταν κατάλληλο για αυτό, όπως πίστευε. Και το ότι ο Βιτάλια είπε στη μητέρα του να τηλεφωνήσει στη γυναίκα του, δεν την επηρέασε καθόλου.
Και για την Ταμάρα Στεπάνοβνα όλα κύλησαν καλά, τουλάχιστον από την αρχή, γιατί η Μαρίνα εκείνη την ημέρα ξεκουραζόταν. Μόλις είχε τελειώσει με όλες τις δουλειές του σπιτιού και ήθελε να χαλαρώσει, να δει μια ταινία ή να διαβάσει ένα βιβλίο· δεν είχε αποφασίσει ακόμα, αλλά η μοίρα δεν το επέτρεψε, γιατί χτύπησε το κουδούνι της πολυκατοικίας…
— Ποιος είναι; – ρώτησε μπερδεμένη η Μαρίνα, γιατί δεν περίμενε κανέναν και ο άντρας της είχε τα κλειδιά.
— Εγώ είμαι! Ταμάρα Στεπάνοβνα! – ακούστηκε αυστηρή φωνή στο ακουστικό του κουδουνιού. – Άνοιξέ μου την πόρτα!
— Τώρα φεύγω, οπότε…
— Δεν θα μείνω πολύ, Μαρίνα! Άσε με να μπω! – δεν την άφησε να ολοκληρώσει η πεθερά.
Με κάποια δυσκολία, η Μαρίνα πάτησε το κουμπί που άνοιγε την είσοδο της πολυκατοικίας και δεν απομακρύνθηκε από την πόρτα. Την ίδια στιγμή έβγαλε το τηλέφωνο για να καλέσει τον άντρα της, όσο η πεθερά ανέβαινε, αλλά ο Βιτάλια δεν σήκωσε…
Συνέχισε να καλεί μέχρι που η σειρήνα του κουδουνιού ακούστηκε σε όλο το διαμέρισμα.
Η Μαρίνα άνοιξε αμέσως την πόρτα.
— Γεια σας! Ο Βιτάλια μου είπε ότι θέλατε να μου πείτε κάτι, αλλά…
— Ήθελα να έρθεις στο σπίτι μου, για να μιλήσουμε εκεί! – τη διέκοψε η Ταμάρα Στεπάνοβνα. – Αλλά προφανώς ο γιος μου δεν σου το είπε, γιατί τώρα είμαι εγώ εδώ και όχι εσύ στο σπίτι μου!
Η Μαρίνα δεν ήθελε να μαλώσει με αυτή τη γυναίκα, ήξερε ότι τίποτα καλό δεν θα προέκυπτε, οπότε προσπάθησε να μαλακώσει λίγο την κατάσταση, για να φύγει η Ταμάρα Στεπάνοβνα γρήγορα χωρίς σκάνδαλο:
— Όχι, μου το είπε, απλώς εγώ…
— Τι εννοείς; Σου είπε να έρθεις στο σπίτι μου κι απλώς αγνόησες; Ήθελες να έρθω εδώ και να γονατίζω μπροστά σου;
— Όχι, καθόλου! Και παρακαλώ, ας ηρεμήσουμε λίγο! – παρακάλεσε η Μαρίνα τη πεθερά της, όσο πιο ήρεμα μπορούσε εκείνη τη στιγμή. – Τι θέλατε; Για τι θέλατε να μιλήσουμε;
— Αρχικά ήθελα να μου αγόραζες, μέσω της δουλειάς σου με έκπτωση, ένα καινούργιο ψυγείο και έναν πολυκόφτη για την κουζίνα! Αλλά τώρα καταλαβαίνω ότι μάλλον μάταια…
— Ψυγείο, πολυκόφτης… Ή μήπως να σου αλλάξω ολόκληρη την κουζίνα, ή ακόμα καλύτερα να σου αγοράσω καινούργιο διαμέρισμα, Ταμάρα Στεπάνοβνα;
Από τέτοια προκλητικότητα η Μαρίνα πια δεν μπόρεσε να κρατηθεί. Άρχισε κι εκείνη να μιλάει αγενώς, γιατί φαινόταν πως μόνο έτσι «έπιανε» με την πεθερά της — δεν κατανόησε άλλο τρόπο επικοινωνίας.
— Αν χρειαστεί, δεν θα μου αγοράσεις μόνο αυτά· θα μου αποζημιώσεις και ό,τι μου πήρες! – δήλωσε η πεθερά. – Εσύ…
— Στάσου! Τι ακριβώς σου πήρα; Τιποτα τέτοιο δεν θυμάμαι! Ούτε ποτέ σου ζήτησα τίποτα, πόσο μάλλον να πάρω κάτι από σένα!

— Μου πήρες τον γιο μου! Τον γιο μου! Τον Βιτάλια! Ποτέ δεν ήθελα να φύγει από το σπίτι! Ακόμα κι όταν έφυγε για σπουδές, πάντα νόμιζα ότι θα γυρίσει σε μένα! Και μετά ήρθες εσύ…
— Δηλαδή τον θεωρείτε αντικείμενο ή κάτι τέτοιο; – έμεινε άφωνη η νύφη από την ατάκα της.
— Για σένα είναι αντικείμενο! Για σένα! Αλλά για μένα είναι ο καλύτερος άντρας στον κόσμο! Με συντηρούσε όταν είχα προβλήματα, δεν με γύρισε ποτέ την πλάτη, ό,τι κι αν συνέβαινε — και εσύ… Τον έκανες να ξεχάσει τη μητέρα του! Και ακόμα μου φέρεσαι σαν να είμαι κανείς!
— Δε μπορώ να μιλήσω εκ μέρους του Βιτάλια, αλλά για μένα είστε, όντως, κανείς, αφού έτσι μου φερθήκατε από την αρχή! – απάντησε η Μαρίνα στην Ταμάρα Στεπάνοβνα. – Και για τον Βιτάλια, εκείνος αποφασίζει πώς θα ζήσει και με ποιον!
— Όχι! Εσύ τον στρέψες εναντίον της μητέρας του! Μου το είπε κιόλας σήμερα όταν μίλησε μαζί μου! Είναι όλα δικό σου λάθος, και θα το διορθώσω τώρα, εσύ η αχρεία! – είπε η γυναίκα με μίσος και άρχισε σιγά‑σιγά να πλησιάζει τη Μαρίνα.
— Μόνο τολμήστε να με αγγίξετε… Σας προειδοποιώ… —, απάντησε η νύφη, υποχωρώντας.
— Κι εμένα μου πήραν τον άντρα με την ίδια σαβούρα που είσαι κι εσύ! Τότε της έριξαν την απάντηση που της άξιζε, για έναν ξένο άντρα — κι εσύ για τον δικό μου Βιτάλια ζωντανή δεν θα φύγεις από εδώ!
— Στη θέση σας δεν θα το έλεγα τόσο βέβαιο! – ανταπάντησε η Μαρίνα, αρπάζοντας από το ραφάκι το μακρύ καρό ομπρελίνο.
— Και τι θα μου κάνεις με αυτό το ραβδί; Νομίζεις ότι θα με φοβίσεις; – γέλασε αρπακτικά η Ταμάρα Στεπάνοβνα, προχωρώντας ακόμα πιο κοντά.
— Θα δούμε τώρα…
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση, όταν η πεθερά όρμησε αστραπιαία πάνω της· πρόλαβε να ξύνει με τα νύχια της τα μάτια της Μαρίνας, αλλά εκείνη έριξε την επιτιθέμενη στο πάτωμα. Αρχικά χτυπούσε την γυναίκα με την ομπρέλα — την είχε ήδη ρίξει στο πάτωμα και την άρπαξε ξανά — και μετά τη κλοτσούσε τόσο δυνατά στην περιοχή των γλουτών, ώστε η Ταμάρα Στεπάνοβνα άρχισε να ουρλιάζει σαν πληγωμένο ζώο. Έπειτα η πεθερά απλώς άρχισε να καλύπτεται, να προστατεύεται, ώστε η Μαρίνα να μην τη χτυπήσει ξανά.
Αλλά η νύφη δεν ήθελε πλέον αυτό· με τη βία τη σήκωσε, την ώθησε έξω από το διαμέρισμα και την έσπρωξε τόσο που η Ταμάρα Στεπάνοβνα προσγειώθηκε στην πλατφόρμα της εισόδου, συνεχίζοντας να βγάζει παράξενους ήχους σαν ελαφρύς την εποχή του ζευγαρώματος.
— Άμα σε ξαναδώ κοντά στο σπίτι μας ή κάπου κοντά, ορκίζομαι, δεν θα φύγεις ζωντανή από εκεί! Και τώρα — φύγε από εδώ στο διάολο!!! – φώναξε η Μαρίνα στην πεθερά, πετώντας της το παλτό και την τσάντα που αυτή είχε αφήσει πάνω της μόλις μπήκε.

— Εγώ πάντως δεν θα σου δώσω τον γιο μου… — έκλαιγε η γυναίκα, καθισμένη μπροστά στην πόρτα.
— Αυτό δεν είναι δική σας απόφαση! – ήταν το τελευταίο που είπε η Μαρίνα πριν κλείσει την πόρτα και κλείσει για πάντα την είσοδο του διαμερίσματός της για την πεθερά.
Αμέσως μετά, η Μαρίνα έβγαλε το κινητό από την πίσω τσέπη του τζιν και ενεργοποίησε τον ηχογραφητή μόλις χτύπησε το κουδούνι — πρόλαβε να καταγράψει ολόκληρη τη σύντομη συνομιλία. Άκουσε τη μικρή ηχογράφηση ξανά, τώρα από τα ηχεία του τηλεφώνου, την αποθήκευσε και την έστειλε στον άντρα της με το μήνυμα:
«Αν αυτή η παλιογριά ξαναπατήσει το πόδι της εδώ, θα φύγει μόνο σε κουτιά! Ή στη φυλακή!»
Η απάντηση δεν ήρθε αμέσως. Προφανώς ο Βιτάλια πρώτα άκουσε το ηχητικό μήνυμα της γυναίκας:
«Δεν θα σου πω τίποτα για αυτό! Έχω κι εγώ κουραστεί! Και αν έρθει ξανά κι εγώ είμαι σπίτι, θα την πάρω κι εγώ!»
Αυτή η απάντηση ικανοποίησε τη Μαρίνα· ηρεμώντας, διόρθωσε τα ρούχα της που είχαν μπερδευτεί στη μάχη και πήγε να δει κάποια ταινία, για να αποσπάσει το μυαλό της και να προσπαθήσει να ξεχάσει τα τρομερά αυτά δέκα λεπτά της ζωής της…
