Συγχώρεσέ με… έτσι έγινε.

Συγχώρεσέ με… έτσι έγινε.

– Σάνυ, είσαι σίγουρος ότι τα μάζεψες όλα; Μην χρειαστεί να τα ελέγξω μία-μία! – φώναξα, πλησιάζοντας την κλειστή πόρτα του μπάνιου.

– Άνγκι, μην ανησυχείς, τα έχω μαζέψει όλα. Γέμισα μία ολόκληρη βαλίτσα – ακούστηκε η φωνή του άντρα μου πίσω από τον ήχο του νερού. Σα να ήταν πιο νευρικός απ’ το συνηθισμένο…

– Είδα τη βαλίτσα, αλλά τι έβαλες μέσα, δεν ξέρω – μουρμούρισα χαμηλόφωνα και απομακρύνθηκα από την πόρτα.

– Άνγκι, έρχομαι, βάλε έναν δυνατό καφέ, χωρίς γάλα, σε παρακαλώ – είπε με ήρεμη φωνή καθώς έκλεινε το νερό.

Πήγα στην κουζίνα, έβαλα νερό στο μπρίκι, πρόσθεσα καφέ και μια πρέζα αλάτι – έτσι του αρέσει. Το έβαλα στη φωτιά. Αν και έχουμε καφετιέρα, εκείνος προτιμά τον παραδοσιακό, φρεσκοβρασμένο καφέ. Δεν είναι κόπος για μένα, και του δίνει χαρά.

Μόλις χθες μου είπε τι τυχερός που είναι με μια τόσο περιποιητική γυναίκα, όταν γύρισε αργά και κουρασμένος και βρήκε το φαγητό τυλιγμένο σε πετσέτα πάνω στο τραπέζι. Το έμαθα απ’ τη γιαγιά μου – το φαγητό δεν πρέπει να κρυώνει. Τον τελευταίο καιρό κάνει συχνά υπερωρίες, λέει ότι ετοιμάζεται για προαγωγή. Έτσι λέει…

– Μυρίζει υπέροχα αυτός ο καφές! – είπε, μπαίνοντας στην κουζίνα, τινάζοντας τα βρεγμένα του μαλλιά και κάθισε στο τραπέζι.

– Άνγκι, σήμερα έρχεται το κούριερ με τα καλύμματα καθισμάτων αυτοκινήτου που παρήγγειλα. Πάρε τα, σε παρακαλώ – είπε ενώ έβαζε ζάχαρη στον καφέ του.

– Φυσικά. Αντικαταβολή;

– Ναι, θα πρέπει να πληρώσεις. Γαμώτο, αυτή η αποστολή ήρθε τη χειρότερη στιγμή. Δεν μπορούσα να την αρνηθώ – κρίνεται η καριέρα μου.

– Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι ένας διευθυντής πωλήσεων κάνει και ταξίδια στην επαρχία…

– Ο διευθυντής αποφασίζει. Έχω ακόμη μισή ώρα, θα την αξιοποιήσω καλά – είπε, έβαλε το iPhone στην τσέπη και βγήκε από την κουζίνα.

Δεν πήρε την κούπα. Δεν είπα τίποτα. Από τότε που μιλά για προαγωγή, είναι λες και έγινε άλλος άνθρωπος. Αυτό θα είναι το πρώτο του επαγγελματικό ταξίδι.

Πήρα την κούπα να τη μαζέψω, όταν ήχησε το κινητό μου – μήνυμα. Το σήκωσα.

«Άνγκι, ο Σάνυ σου λέει ψέματα. Δεν πάει επαρχία. Πάει στην Ελλάδα με τη Μαρίνα. Σταμάτησέ τον πριν καταστρέψει τη ζωή του.»
Το έστειλε η αδελφή του, η Σύλβια.

Πάγωσα. Πάγωσε το αίμα μου. Είναι κακόγουστη φάρσα; Όχι. Η Σύλβια δεν κάνει τέτοια. Δεν λέει ψέματα. Ή την ξεγέλασαν κι αυτή; Όχι. Δεν θα το έγραφε αν δεν ήταν σίγουρη.

Η οθόνη του τηλεφώνου έγινε θολή, σαν κάτω από νερό. Δεν μπορούσα να ανασάνω. Προσπάθησα, αλλά τίποτα.

Με τρεμάμενο χέρι έβαλα ένα ποτήρι νερό και το ήπια μονορούφι. Ήθελα να ουρλιάξω, να σπάσω το ποτήρι στον τοίχο. Γιατί μου το έκανε αυτό;

Αλλά δεν θα ξεσπάσω. Ας πάει. Καλό του ταξίδι – με αέρα στα πανιά του.

Κι εγώ… θα τον εκπλήξω.

Πριν λίγο νόμιζα πως είμαστε οικογένεια. Πίστευα σε μας. Και τώρα; Όλα καταρρέουν σαν ντόμινο.

Κάθισα, μπήκα στον λογαριασμό μας. 1,2 εκατομμύρια. Λείπουν 300 χιλιάδες. Χρήματα που κυρίως εγώ μάζευα. Και τώρα τα χρησιμοποιεί για να πάει διακοπές με την “μεγάλη αγάπη”.

Ήξερα για τη Μαρίνα. Ο Σάνυ μου το είπε. Τα είχαν απ’ το σχολείο. Εκείνη τον άφησε δυο φορές – για πλουσιότερους.

Νόμιζα πως έμαθε.

Δεν έμαθε.

Θα μπορούσε να ήταν ειλικρινής. Να πει: «Αγαπώ τη Μαρίνα, τα τρία μας χρόνια ήταν λάθος.» Αλλά όχι. Έκλεψε τα χρήματα και είπε ψέματα.

Θα πάρω τα υπόλοιπα. Σήμερα κιόλας. Όλα. Μετά – αίτηση διαζυγίου. Τα πράγματά του, σε κούτες, τα στέλνω στην μητέρα του.

Αύριο έχω παρουσίαση το μεσημέρι. Είμαι έτοιμη, αλλά θα τη βελτιώσω κι άλλο. Αν πάει καλά, θα ζητήσω άδεια. Δεν πάω Ελλάδα. Αλλού θα πάω.

– Άνγκι, φεύγω. Καλύτερα να φύγω νωρίτερα – εμφανίστηκε ο Σάνυ ντυμένος.

– Καλή επιτυχία στην “αποστολή” σου – κατάφερα να πω.

– Τι ύφος είναι αυτό;

– Φαντάζεσαι.

– Θα μου λείψεις.

– Δεν θα έχεις χρόνο. Φύγε, μη χάσεις την πτήση.

– Δεν θα με ξεπροβοδίσεις;

– Ξέρεις τον δρόμο. Εγώ θα πλύνω τα πιάτα.

– Εντάξει τότε. Φεύγω.

Άκουσα τους τροχούς της βαλίτσας του, μετά την πόρτα που έκλεισε.

Αυτό ήταν. Δεν ξέρει ακόμα πως ήταν η τελευταία φορά. Αύριο αλλάζω κλειδαριά.

Άρχισα να κλαίω ξανά. Πώς μπόρεσε να πει: «Θα μου λείψεις»;

Άλλο μήνυμα:
«Άνγκι, είσαι καλά;» – Σύλβια.

Πήρα το κινητό, σκούπισα τα μάτια μου, και την κάλεσα.

– Σύλβια, από πού το ήξερες;

– Το ψιθύρισε η κολλητή της Μαρίνας. Τα έχουν ξαναφτιάξει. Την κάλεσε στην Ελλάδα. Ήξερα πως θα σε πονέσει, αλλά δεν μπορούσα να σωπάσω.

– Καλά έκανες. Δεν θα τον σταματήσω. Έκανε την επιλογή του. Ας φύγει.

– Ηλίθιος είναι. Πάλι θα τον εκμεταλλευτεί. Άνγκι, λυπάμαι.

– Μην του πεις πως ξέρω.

– Δεν θα του μιλήσω ποτέ ξανά. Αλλά εσύ… θα είσαι καλά;

– Θα σταθώ στα πόδια μου. Και θα μείνουμε φίλες.

– Ναι. Είσαι δυνατή. Μην το ξεχνάς.

Έκλεισα. Μπήκα ξανά στο e-banking.

Άλλες 100 χιλιάδες πήρε!

Σηκώθηκα, μετά ξανακάθισα. Δεν πάω στην τράπεζα.

Πιο απλό: θα στείλω τα χρήματα στη μαμά.

Την κάλεσα.

– Μαμά. Θα σου στείλω τώρα 1,1 εκατομμύριο.

– Τι;

– Τα μάζευα εγώ. Ο Σάνυ μόνο τα σηκώνει. Τέλος. Χωρίζουμε.

– Τι έγινε;

– Πήγε Ελλάδα με τη Μαρίνα.

– Ο κάθαρμας! Είμαστε μαζί σου, κι εγώ κι ο μπαμπάς.

– Ευχαριστώ, μαμά.

– Θα ξαναβρείς την ευτυχία. Είσαι όμορφη, έξυπνη.

– Δεν θέλω κανέναν. Ίσως κάνω παιδί μόνη. Ο Σάνυ ούτε αυτό ήθελε.

– Ίσως έχεις δίκιο… Πάντως… ο όμορφος ανιψιός της Βέρας ήρθε πρόσφατα. Κούκλος!

– Μαμά, μην με κάνεις να γελάω.

– Μα αλήθεια λέω. Και εργένης!

– Καλά, πάω να κάνω την μεταφορά…

Rating
( 1 assessment, average 1 from 5 )
Like this post? Please share to your friends:
NICE STORY