Η Νίκα τελευταία δεν ήταν ο εαυτός της. Στη σχέση της με τον σύζυγό της είχαν αρχίσει να φαίνονται σοβαρές ρωγμές και η γυναίκα δεν ήξερε πώς να διαχειριστεί αυτή τη βασανιστική κατάσταση.
Όλα ξεκίνησαν από μικροπράγματα — όπως συνήθως γίνεται.
Μετά τη δουλειά, ο Τόλια άρχισε να της απευθύνεται με δηλητηριώδη σχόλια. Τα αστεία του ήταν γεμάτα κακία και κάθε του λέξη πονούσε περισσότερο από ένα χτύπημα. Η συμπεριφορά του γινόταν χειρότερη μέρα με τη μέρα. Ούτε καν στις διακοπές δεν της έδινε ανάσα.
— Δείχνεις σαν γριά! — της πέταγε χωρίς να ξεκολλά τα μάτια του από το τηλέφωνο. — Οι άλλοι άντρες έχουν γυναίκες της προκοπής κι εμένα μου ‘λαχε μια ξεραμένη σταφίδα!
Η αλήθεια είναι πως η Νίκα έδειχνε μεγαλύτερη από την ηλικία της. Η δουλειά της ήταν σκληρή και δύσκολη — και είχε αφήσει τα σημάδια της στο πρόσωπό της. Όμως πιο πολύ την πλήγωνε να ακούει τέτοια λόγια από τον ίδιο της τον άντρα. Δούλευε για την οικογένεια, έβγαζε τα διπλά από εκείνον, άρα δεν είχε λόγο να παραπονιέται.
Ο Τόλια, πάλι, διαχειριζόταν τα χρήματά του όπως ήθελε, χωρίς να ρωτάει κανέναν:
— Τα ξοδεύω όπως θέλω! Δεν έχουμε παιδιά για να κάνουμε οικονομίες!
Η Νίκα ανεχόταν κι αυτό. Γενικά τα έβγαζαν πέρα. Δεν ήταν παντρεμένοι επίσημα, αλλά ζούσαν σαν παντρεμένοι και δεν βιάζονταν να κάνουν γάμο. Ωστόσο, η μητέρα του Τόλια την αποκαλούσε από καιρό νύφη και η ίδια την θεωρούσε πεθερά της.
Η πεθερά ήταν φορτική και δυσαρεστημένη από τη ζωή. Ανακατευόταν συνεχώς στις υποθέσεις του ζευγαριού και τις περισσότερες φορές τα παράπονα στόχευαν τη Νίκα.
Το ζευγάρι ζούσε σε ένα μονοκατοικία. Αν και ήταν μέσα στην πόλη, το σπίτι απαιτούσε διαρκή φροντίδα. Συχνά η Νίκα ζητούσε τη βοήθεια του συζύγου της:
— Δεν προλαβαίνω, δουλεύω από το πρωί ως το βράδυ!
— Και τι με νοιάζει εμένα; — της απαντούσε ο Τόλια. — Δικό σου είναι το σπίτι, εσύ είσαι η νοικοκυρά, εγώ τι σχέση έχω;
Και πράγματι: τον χειμώνα το σπίτι ήταν θαμμένο στα χιόνια μέχρι να πάρει εκείνη το φτυάρι. Το καλοκαίρι το έπνιγε το χορτάρι ως τα παράθυρα σχεδόν. Αναγκαζόταν να προσλάβει εργάτες για να το φτιάξουν και μετά δούλευε και η ίδια, μετά τη δουλειά της, για να το τελειώσει.
Κι ο Τόλια ξάπλωνε στον καναπέ, βγαίνοντας μόνο πού και πού να ελέγξει πώς πάνε τα πράγματα.
Η γυναίκα συγχωρούσε πολλά, αλλά το τελευταίο χτύπημα ήρθε όταν επέστρεψε στο σπίτι μετά από μια εξαντλητική μέρα στη δουλειά. Ήταν τόσο κουρασμένη που μετά βίας έσερνε τα πόδια της — κι είχε σταματήσει και στο σούπερ μάρκετ στον δρόμο. Το χέρι της πονούσε από τη βαριά σακούλα.
Ήλπιζε πως ο Τόλια θα την περίμενε — του είχε τηλεφωνήσει, αλλά δεν απάντησε. Αναστενάζοντας και σκουπίζοντας τον ιδρώτα της, άκουσε μουσική να έρχεται από την αυλή.
Άφησε τη σακούλα στον φράχτη και έτρεξε στο σπίτι, απ’ όπου ακούγονταν δυνατά μουσική και γέλια. Μέσα της φούντωσε το παράπονο και ο θυμός — σήμερα θα του τα έλεγε όλα.
Μέσα στο σπίτι γινόταν πραγματικό πάρτι! Η μουσική βαρούσε δυνατά, τα τζάμια έτριζαν. Στο τραπέζι υπήρχαν μεζέδες και έτοιμο φαγητό — όλα ετοιμασμένα από τη Νίκα από πριν, για να μην έχει να μαγειρέψει το βράδυ. Κι ο Τόλια, αγνοώντας την παντελώς, χόρευε με μια γυναίκα εμφανώς μεθυσμένη και προκλητικά ντυμένη.
Χωρίς να πει λέξη, η Νίκα διέσχισε το δωμάτιο και έκλεισε τη μουσική.
Ο Τόλια σήκωσε το θολωμένο βλέμμα του αργά:
— Τι κάνεις εκεί; — ρώτησε τραυλίζοντας και παραπατώντας.
— Εγώ να σε ρωτήσω τι κάνεις! Τι συμβαίνει εδώ; Ποια είναι αυτή η γυναίκα;
Η συνοδός του συνέχιζε να χορεύει στον ρυθμό της, σαν να μην τρέχει τίποτα.
— Ε, και τι έγινε δηλαδή; — γρύλισε ο Τόλια. — Παλιά συμμαθήτρια είναι, την πέτυχα και το γιορτάσαμε. Δηλαδή δεν μπορώ να χαλαρώσω στο ίδιο μου το σπίτι;
— Αν θυμάσαι καλά, εσύ ο ίδιος είπες ότι αυτό είναι το δικό μου σπίτι και δεν έχεις καμία σχέση μαζί του. Οπότε, τώρα αμέσως, διώξε την καλεσμένη σου κι ύστερα θα τα πούμε!
— Δε φεύγω! — προσπάθησε να σταθεί όρθιος, αλλά παραπατούσε.
Η Νίκα πια ένιωθε αηδία γι’ αυτόν. Εδώ και καιρό είχε πάψει να τον βλέπει σαν άντρα της. Δεν της πρόσφερε τίποτα, μόνο βάρος. Να ζει μαζί του μόνο και μόνο από φόβο μοναξιάς; Όχι πια!
Με αποφασιστικότητα, έπιασε τη γυναίκα από τον αγκώνα και την έβγαλε έξω από την αυλόπορτα:
— Ώρα να πηγαίνετε!
Έπειτα επέστρεψε μέσα:
— Να σε πετάξω κι εσένα έξω ή θα φύγεις μόνος σου;
Ο άντρας σήκωσε τους ώμους, άρπαξε μια σαλάτα και ένα μπουκάλι από το τραπέζι και, παραπατώντας, πήρε τον δρόμο της εξόδου.
— Άμα με νοσταλγήσεις, πάρε με τηλέφωνο, υστερική! — φώναξε καθώς έφευγε.
— Ωχού, ωχού! — έβαλε τις φωνές η μάνα του Τόλια, κρατώντας το κεφάλι της. — Το κεφάλι μου πάει να σπάσει!
— Μαμά, μη φωνάζεις! Η Νίκα με πέταξε έξω. Δεν της άρεσε που δεν την περίμενα, — είπε ψέματα ο γιος, ξέροντας πως η μητέρα του θα έπαιρνε το μέρος του.
— Και γιατί να σε περιμένει δηλαδή; — απόρησε η γυναίκα…
— Και πού να ξέρω τι θέλει; Όλο παραπονιέται: αυτό δεν της αρέσει, εκείνο τη χαλάει! Με έχει τρελάνει! Δηλαδή εγώ δεν κουράζομαι στη δουλειά; Νομίζεις πως είναι εύκολο για μένα; Και γιατί να βοηθάω σε ξένο σπίτι;
— Σωστά τα λες! — τον υποστήριξε η μητέρα του. — Πρώτα να γράψει το σπίτι, να σου δώσει μερίδιο, και μετά να ζητάει βοήθεια! Να δεις πώς καμώνεται! Και να με περιμένει κιόλας να την υποδεχτώ! Νέα γυναίκα είναι, να τα καταφέρνει μόνη της!
— Ε, αυτό της είπα κι εγώ! Κι εκείνη θύμωσε!
— Άσ’ την να θυμώνει! Εσύ μην υποχωρείς! Να μην της κάνεις τα χατίρια! Θέλει γάμο; Ε, θα κάνει υπομονή! Δεν είναι πια κοριτσάκι για να σηκώνει τη μύτη!
— Και τώρα τι να κάνω; — ρώτησε ο Τόλια, σκυφτός.
— Κάνε υπομονή, γιε μου! — του είπε η μητέρα. — Μόνη της θα γυρίσει, με το κεφάλι κάτω! Θα σε παρακαλάει να επιστρέψεις! Μια βδομάδα μόνη θα τη συνεφέρει. Κι εσύ μην ενδώσεις! Μόλις γυρίσει, να απαιτήσεις να σε γράψει στο σπίτι. Αλλιώς, άστη μόνη της!
Έτσι νουθέτησε τον γιο της η γυναίκα, διδάσκοντάς του πώς να κουμαντάρει τη Νίκα. Κι εκείνος την άκουγε προσεκτικά, κουνώντας το κεφάλι του συμφωνώντας.
— Δίκιο έχεις, μαμά! Δεν θα ανεχτώ άλλο τα καπρίτσια της! Ποια νομίζει πως είναι για να μου δίνει εντολές; Δεν είμαι κανένας δούλος — άντρας είμαι, με το δικό μου το λόγο!
Ακολουθώντας τις συμβουλές της μητέρας του, ο Τόλια αποφάσισε να κινηθεί αποφασιστικά. Δεν πήγε καθόλου στο σπίτι, ούτε πήρε τη Νίκα τηλέφωνο. Περίμενε ακριβώς μία βδομάδα.
Βέβαια, και στο σπίτι της μητέρας του δεν πέρασε καλύτερα. Κι εκείνη συνέχεια τον μάλωνε: κάνε αυτό, φτιάξε εκείνο. Όταν τόλμησε να της αντιμιλήσει, εκείνη θυμήθηκε τις παλιές καλές μεθόδους ανατροφής — και του έριξε με τη βέργα στην πλάτη:
— Εδώ δεν είσαι στη γυναίκα σου! Στο σπίτι της μάνας σου είσαι! Αν δεν δουλέψεις, μην περιμένεις φαΐ!
Σαφές και χωρίς περιθώρια. Μη διανοηθείς να αντιμιλήσεις.
Τελικά, μετά βίας αντέχοντας αυτή την εβδομάδα, ο Τόλια αποφάσισε να επιστρέψει:
— Πάω, μαμά! Να δω πώς τα βγάζει πέρα χωρίς εμένα. Τώρα θα με εκλιπαρεί να γυρίσω!
— Πήγαινε, αλλά να μη λυγίσεις! Να της το πεις καθαρά — επιστρέφω μόνο με τους δικούς μου όρους!
Έφυγε από το σπίτι της μητέρας του με ύφος νικητή. Θα της δείξει, τώρα θα καταλάβει ποιος είναι το αφεντικό! Κεφάλι ψηλά, πλάτη ίσια, βήμα σταθερό — σχεδόν αλαζονικό.
Πλησιάζει στην αυλόπορτα, μπαίνει στην αυλή… και μένει άγαλμα.
Κάτι δεν πάει καλά.
Κοιτάζει γύρω του: η αυλή τακτοποιημένη, το γρασίδι κουρεμένο ίσια σαν με χάρακα, τα παράθυρα γυαλίζουν, οι παρτέρια φροντισμένα, τα μονοπάτια καθαρά, χωρίς ίχνος χόρτων.
Κι όχι μόνο αυτά — όλα γύρω του φαίνονται ζωντανά, περιποιημένα, γεμάτα χρώμα.
Ακόμα και η αυλόπορτα είναι καινούργια — όχι η παλιά που έτριζε, αλλά μια γερή και στιβαρή.
Ο Τόλια έβγαλε το κλειδί του, αλλά κατάλαβε ότι δεν ταιριάζει πια. Στάθηκε λίγο, και μετά αποφασισμένος πήγε στην πόρτα και χτύπησε.
Τα βήματα μέσα σταμάτησαν κι ύστερα άνοιξε η πόρτα.
Μα αυτή δεν ήταν η ίδια Νίκα. Όχι εκείνη η σκυθρωπή γυναίκα με τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια. Μπροστά του στεκόταν μια γυναίκα δροσερή, με χαμόγελο και λάμψη στο βλέμμα.
— Νόμιζα πως κάθεσαι εδώ και βασανίζεσαι… Κι εσύ… Ούτε καν ένα τηλέφωνο δεν πήρες!
— Και γιατί να πάρω; — του απάντησε χαμογελαστά η Νίκα, γέρνοντας παιχνιδιάρικα το κεφάλι.
— Πώς “γιατί”; Ο άντρας σου λείπει μια βδομάδα κι εσένα ούτε που σε νοιάζει;
— Δεν έχω άντρα, — είπε ήρεμα εκείνη.
— Από πού κι ως πού να έχω; — γέλασε η Νίκα. — Ήταν κάποτε κάποιος “περαστικός”, αλλά αποδείχθηκε αποτυχημένος. Τέτοιους ούτε να τους θυμάσαι δεν αξίζει!
Ο Τόλια κοκκίνισε από θυμό:
— Εμένα εννοείς; Τώρα θα σου ρίξω ένα χαστούκι, να μάθεις να μιλάς! Έπρεπε να σε είχα συμμορφώσει νωρίτερα! Μόνο που σε λυπόμουν…
Έκανε ένα βήμα μπροστά, αλλά η Νίκα δεν κουνήθηκε καθόλου.
Πίσω από την πόρτα εμφανίστηκε ένας ψηλός άντρας, της έβαλε το χέρι στον ώμο και είπε σταθερά:
— Φίλε, φύγε. Και καλύτερα να το κάνεις ήρεμα.
— Και ποιος είσαι εσύ; Γκόμενο βρήκες; Άμα τον διώξεις, θα σε συγχωρέσω και θα γυρίσω! Σου το υπόσχομαι, ούτε θα σε χτυπήσω! — είπε ο Τόλια, νιώθοντας κιόλας γενναιόδωρος.
Και τότε συνέβη κάτι παράξενο. Σαν να χάλασε η βαρύτητα ή να σταμάτησε ο χρόνος — πριν από λίγο στεκόταν εκεί, και ξαφνικά έτρεχε. Κι έτρεχε λες και τον κυνηγούσαν δαίμονες! Κάποιος από πίσω τον βοηθούσε να τρέχει ακόμα πιο γρήγορα.
Η Νίκα στεκόταν στο κατώφλι και γελούσε με δάκρυα στα μάτια, βλέποντας τον μεγαλύτερο αδελφό της να πετάει έξω τον πρώην της. Ο Τόλιας σχεδόν πέταξε μέχρι την αυλόπορτα, κι ο αδερφός του του έδωσε μερικές γεμάτες κλωτσιές για να πάρει φόρα.
Μόλις πέρασε το κατώφλι, ο αδελφός έκλεισε πίσω του την πόρτα και γύρισε στη Νίκα:
— Νικούλα μου, μην τολμήσεις να τον ξαναπάρεις πίσω! Ειλικρινά, δεν καταλαβαίνω πώς τον άντεχες τόσα χρόνια!
Η Νίκα πήρε βαθιά ανάσα:
— Ήμουν χαζή, γι’ αυτό. Όλο έλεγα, μπορεί να αλλάξει…
— Τέτοιους δεν τους αλλάζεις, τους πετάς έξω με τις κλωτσιές! Αν χρειαστείς κάτι στο σπίτι, πάρε με τηλέφωνο — θα ‘ρθω να σε βοηθήσω. Κι αυτός να καταλάβει πως εδώ δεν έχει πια θέση.
— Κι αν δεν το καταλάβει;
— Τότε θα του το εξηγήσω ξανά, — είπε ο αδελφός της κλείνοντας το μάτι, και μπήκαν μαζί στο σπίτι.
Μέσα ήδη διασκέδαζαν οι καλεσμένοι, που είχαν παρακολουθήσει όλη τη σκηνή από το παράθυρο.
— Λοιπόν, στην εορτάζουσα!
— Στην εορτάζουσα! — ακούστηκε η απάντηση, και τα ποτήρια ήχησαν.
Η Νίκα χαμογέλασε. Πόσο όμορφο είναι να έχεις έναν τέτοιο μεγάλο αδερφό — στοργικό, δυνατό και πάντα δίπλα σου!